- ὑπερηλίθιος
- ὑπερηλίθιος [pron. full] [ῐθ], ον,A exceedingly foolish, Phld.Po.5.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερηλίθιος — ον, Α ηλίθιος σε μέγιστο βαθμό, υπέρμετρα ανόητος … Dictionary of Greek